- επηρεάσιμος
- -η, -ο [επηρεάζω]αυτός που επιδέχεται επηρεασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επηρεάσιμος — η, ο που μπορεί να επηρεαστεί, που εύκολα επηρεάζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)